- ιριδισμός
- Φαινόμενο μεγάλων ουσιών, οι οποίες παρουσιάζουν ιδιαίτερη απόχρωση που αναπαράγει τα χρώματα της ίριδας. Ο ι. οφείλεται σε ένα αποτέλεσμα διασποράς, που προέρχεται από τα χαρακτηριστικά του δείκτη διάθλασης της ουσίας ή από ορισμένες λεπτές ξένες ουσίες, όπως λεπτά στρώματα αέρα, οι οποίες παρουσιάζουν φαινόμενα συμβολής.
* * *ο και ιρίδισμα, τοφαινόμενο κατά το οποίο στην επιφάνεια μερικών σωμάτων παρουσιάζονται χρώματα ανάλογα με τα χρώματα τής ίριδας, τα οποία οφείλονται στην ανάλυση τού φωτός.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. irisation < ρ. iriser < iris (πρβλ. ίρις)].
Dictionary of Greek. 2013.